Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

5 λεξεις......

Μετα την παρότρυνση της Λοθ να και το δικό μου κοντριμπιούσιον στο μπλογκογκειμ….
Μάυρο, σεξ, πάλη, νεκροταφείο,ήλιος είναι οι 5 λέξεις.
Το μπαλάκι το κρατάω εγώ γιατι κανω συλλογή))))


Ο ήλιος έκαιγε αφόρητα πάνω από το Πλάουμαν Κρικ.
Ο Τζει Τζει Χάλογουει μπήκε αργά, σαδιστικά σχεδόν με το άλογο του μέσα στα ερείπια της πόλης που άλλοτε έσφυζε από ζωή.
Είχε μια φοβερή άπνοια και μπορούσε να δει την σκόνη που άφηνε πίσω του να πέφτει βασανιστικά στο δρόμο σαν πάπλωμα που μόλις το τίναξες και αφήνει πίσω του εκατομμύρια κόκκους σκόνης που γυρνάνε μεθυσμένοι στον αέρα μέχρι να καταλήξουν αργά στην καινούρια τους μοίρα στη γη.
Πέρασε μπροστά από το παλιό σιδεράδικο του Τζων Μπέλμαν
Στο μυαλό του ήρθαν εικόνες από τα παιδικά του χρόνια όταν χάζευε τον Γερο-Τζων να σφίγγει τα δόντια και να χτυπάει πάνω στο αμόνι πέταλα για τα άλογα που πηγαινόφερναν τους κουρασμένους χρυσοχόους την εποχή της μεγάλης τρέλλας.
Της πρώτης τρέλλας
Γιατι η δέυτερη ήταν που αφάνισε και την τελευταία ψυχη στο καταραμένο τούτο κομμάτι της ερήμου της Αριζόνα.
Με τις σκέψεις αυτές και καθώς το άλογο του περπατούσε αργά σαν υπνωτισμένο πέρασε μπροστά από το σπίτι της Χήρας Γουίλλοου, μιας καλοβαλμένης σαραντάρας που έμαθε στον Τζει Τζει την χαρά του σεξ πίσω από τα σακιά με το αλεύρι στο παλιό φουρνάρικο του άντρα της, κληρονομιά που της άφησε μετά το «ατύχημα» με τις 6 σφαίρες στο ποταμό Χάντοκ όπου μαζευόντουσαν οι χρυσοθήρες της περιοχής κυνηγώντας το όνειρο τους.
Ένα όνειρο που σύντομα κατέληξε εφιάλτης.
Μετά το φουρνάρικο, το βλέμμα του έπεσε στην σπασμένη πόρτα του μπαρ του Ο΄Μπράιαν, του «τσιγκούνη» της πόλης.
Θυμάται ότι τη μοναδική φορά που κέρασε ήταν όταν γέννησε η γυναίκα του η Ανν-Λου το μοναδικό αγόρι της πόλης.
Την κατάρα της πόλης.
Έφτασε στον πρώτο κάθετο της Μειν Στριτ και ενστικτωδώς γύρισε το βλέμμα του στον ευθύ δρόμο που χανόταν πίσω από τους λοφους του Πατι Τσαμπ όπου κυλούσε ο ποταμός Χάντοκ.
Εκεί στεκόταν και περίμενε μόλις έπεφτε ο ήλιος τον πατέρα του και τους άλλους χρυσοθήρες να γυρίσουν με τα καλά η άσχημα νέα από τη σοδιά της ημέρας.
Προσπαθούσε από το ποδοβολητό των αλόγων να καταλάβει εάν ήταν χαρούμενοι η όχι, αν γύριζαν με το πουγκί γεμάτο λαμπερά κομμάτια χρυσού, ή με μικρής αξίας κομμάτια λευκοσιδήρου, που τα δίνανε στον Γερο-Τζων για σπηρούνια και μικρά δαχτυλίδια για τα κορίτσια του Πλαουμαν Κρικ.
Κορίτσια όπως η αδελφή του Τζέσικα.
Το πρώτο θύμα της κατάρας του ασημένιου βέλους.
Μετά το γωνιακό ραφτάδικο της Κυρίας Μέλλοου το μάτι του έπεσε στην σπασμένη ταμπέλα του παντοπωλείου του Τζέιμς Μπάτερλαβ ενός ξερακιανού ψηλού γκριζομάλλη λιγομίλητου και παράξενου ανθρώπου.
Μάλιστα μετά τον φόνο της Τζέσικα οι υποψίες έπεσαν πρώτα σ αυτόν και παραλίγο να τον κρεμάσουν στο Γούμπι Τσάλφροντ, ένα μέρος με ψηλά γέρικα και ξερά δέντρα, ιδανικά για το χόμπι της δικαιοσύνης της εποχής.
Βλέπετε η Τζέσικα (θα τανε δεν θα τανε 14 χρονών) τριγυρνούσε στο παντοπωλείο του Τζειμς κάνοντας μικρά θελήματα τα οποία πληρωνόταν με καραμέλες η με καμία μικρή σοκολάτα την οποία έκρυβε επιμελώς κάτω από την πολύχρωμη φούστα της για να μην τις μοιραστεί με τα άλλα κορίτσια που την ζήλευαν.
Δίπλα από το παντοπωλείο, βρισκόταν ο κοινόχρηστος στάβλος εκεί που άρχισαν όλα.
Το βλέμμα του έπεσε στο κλασσικό ασπροκόκκινο ατέρμονο έξω από το κουρείο του Σμιθ Τέιλορ που είχε ξεθωριάσει από τα χρόνια και έγερνε επιδεικτικά έτοιμο να ξεχαρβαλωθεί με τον επόμενο δυνατό άνεμο.
Άκουσε ένα κράκ στα δεξιά του και γύρισε το βλέμμα του στο μπαλκόνι της Πεγκυ Σού, της όμορφης της πόλης, της κοπέλας που ορεγόντουσαν όλοι οι άντρες παντρεμένοι και μη.
Με τα γλυκά χαρακτηριστικά του προσώπου της, το αέρινο περπάτημα της μέσα στις ροζ φούστες και την δαχτυλιδένια μέση της σκόρπιζε χαμόγελα και εισέπραττε βλέμματα θαυμασμού και σκέψεις ανείπωτες μέχρι και από τον Γερο-Τζών Μπέλμαν κι ας ήταν εβδομήντα χρονών.
Όταν έβγαινε στο μπαλκόνι για να τινάξει τα σεντόνια, σταματούσε η κίνηση στο δρόμο, λες και όλη η Αριζόνα κοντοστεκόταν για να την καλημερίσει.
Κάτω από την Πεγκυ Σού μπορούσε ακόμα να δει τα αποκαΐδια του σπιτιού της Γριάς Χάμφρει της Μαγισσας όπως έλεγαν οι παλιοί.
Τώρα που το σκεφτόταν μάλλον ήταν μια συμπαθητική γριούλα η οποία είχε την ατυχία να χάσει τον άντρα της μαζί με όλη τους την περιουσία σε ένα καυγά σε μια γειτονική πόλη , το Λόου Ριβερμπέι όπου σε μια παρτίδα χαρτιά έγινε το κακό από τον Τζιμ Ρειστορμ ένα κάθαρμα χαρτοκλέφτη και δολοφόνο της περιοχής.
Μετά το θάνατο της Τζέσικα και εφόσον ο Τζειμς Μπάτερλαβ αποδεδειγμένα ήταν σε κυνήγι μαζί με τον Φρεντ Ο Λιρόυ τον ξυλουργό της πόλης, οι υποψίες έπεσαν πάνω της.
Δεν άργησαν να την κάψουν ζωντανή μετά και τον θάνατο της Μέρι της κόρης του Σμίθ του κουρέα, με την απόδειξη ότι βρέθηκε νεκρή στο σαλόνι της Γριάς με ένα μικρό ασημένιο βέλος καρφωμένο στην καρδιά.
Αλλα μετα και τον θάνατο με τον ίδιο τρόπο της μικρής Έλεν όλη η πόλη πάγωσε.
Κατάλαβε ότι η Γριά Χαμφρει ήταν αθώα και όλοι κουβαλούσαν τις τύψεις μέσα τους τόσο που στην αρχή δέχθηκαν σαν θεία δίκη τη δολοφονία με το μικρό ασημένιο βέλος της μικρής Σοφι, παιδί του Φρεντ του ξυλουργού, πρωτοπόρου στο κάψιμο του σπιτιού της ανήμπορης γριάς.Τον είχε κυριέυσει τέτοια λύσσα που έσπασε με τσεκούρι την πόρτα της και πέταξε τα πρώτα αναμμένα κουρέλια στο σαλόνι και στην τραπεζαρία της άτυχης ηλικιωμένης.
Αλλα μετά την δολοφονία της Τζιλ της κόρης του Φρεντ Ράινερ του Δασκάλου με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο.
Ο Δάσκαλος κατηγόρησε για τους φόνους τον Σαμιουελ τον μαύρο βοηθό του
Τζών Μπέλμαν και τον σκότωσε με 3 σφάιρες πίσω από το ταχυδρομείο.
Ο Τζών ακούγοντας την φασαρία βγήκε και πυροβόλησε τον Δάσκαλο άλλα η σφάιρα πέτυχε τον Μπέλ Ράινερ τον μεγάλο του γιό που καθόταν πίσω από τον Δάσκαλο στο άλογο του.
Ο Δάσκαλος γύρισε για να πυροβολήσει τον Τζών αλλα αυτός εξαφανίστηκε πίσω από το παράθυρο του.
Εν τω μεταξύ η Πεγκυ Σού άρχισε να καλεί σε βοήθεια όταν βρήκε τις δίδυμες κόρες της Κυρίας Μέλλου με 2 μικρά ασημένια βέλη στις καρδιές τους στο μικρό αδιέξοδο της οδού Ριβερμπέι.
Από εκέινη τη στιγμή στην πόλη επικράτησε ένας πανικός, ό ένας κατηγορούσε το άλλο και οι δολοφονίες και αψιμαχίες ήταν καθημερινό φαινόμενο και οι βόλτες στο νεκροταφείο ρουτίνα.
Κάτι η έλλειψη χρυσού τον τελευταίο καιρό, κάτι οι δολοφονίες είχαν κάνει την πόλη έξαλλη γεγονός που δεν σταμάτησε ούτε με την έλευση του Ομοσπονδιακού Σερίφη Γκορντον Στάρ.
Ο Στάρ αφού ζύγισε την κατάσταση, κήρυξε την πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και ζήτησε από τους πολίτες να μην κυκλοφορούν στο δρόμο μετά τη δύση του ηλίου.
Τον σκότωσε ένας λυσσασμένος χρυσοκλέφτης ο οποίος εκμεταλλευόμενος την κατάσταση είχε έρθει στην πόλη για να κλέψει τα αποθέματα που είχαν συγκεντρώσει στα 15 χρόνια που αριθμούσε η πόλη από τους χρυσοθήρες.
Αυτός ήταν που ήρθε πρώτος πρόσωπο με πρόσωπο με την κατάρα.
Ένα βράδυ βγήκε ουρλιάζοντας από το εγκαταλελειμμένο σπίτι του κουρέα στο οποίο είχε μπει για να κλέψει, με δυο μικρά ασημένια βέλη καρφωμένα στα μάτια του.
Αυτοί που τον μάζεψαν είπανε ότι ψέλλιζε κάτι για τον Διάβολο αυτοπροσώπως που του έριξε τα βέλη γιατί τόλμησε να κοιτάξει τα σκοτεινά βαθιά πύρινα μάτια του πίσω από την κουκούλα της μπέρτας του.
Την επόμενη το πρωί τον βρήκαν νεκρό με δύο σφαίρες στο κεφάλι από το όπλο του. Πολλοί είπαν ότι ήταν δολοφονία αλλά τώρα που το ξανασκέφτεται ο Τζει Τζει μάλλον είχαν δίκιο οι ψυχραιμότεροι που έλεγαν ότι αυτοκτόνησε.
Το επόμενο θύμα ήταν ο Γκάρι Σπέιμαν ο χασάπης της πόλης που βρέθηκε με ένα μικρό βέλος καρφωμένο βαθειά στην καρωτίδα του πάνω στο ξύλο που έκοβε το κρέας με το μπαλντά.
Οι θάνατοι διαδεχόντουσαν ο ένας τον άλλον μέχρι που ο Τζο Σπίαρς ο αρραβωνιαστικός της Πεγκυ Σού, ένα βράδυ που γύριζε στο σπίτι της αγαπημένης του άκουσε πνιχτές κραυγές από την κουζίνα.
Ετρεξε γρήγορα και είδε τη Πέγκυ στο πάτωμα με το γνωστό βέλος στο λαιμό και μια λίμνη αίματος όλο και να μεγαλώνει γύρω της.
Από πάνω της στεκόταν ένας άνθρωπος – η τουλάχιστον έτσι πίστεψε- με μια μαύρη μπέρτα και κουκούλα. Ορμηξε πάνω του σφίγγοντας το μαχαίρι του στο δεξί του χέρι και τον έριξε στο πάτωμα.
Μέσα στην πάλη τους κοκκίνισαν και οι δύο από το ζεστό αίμα της Πεγκυ Σου που ακόμα κυλούσε από το λαιμό της. Σε μία στιγμή ο Τζο πρόλαβε να κοιτάξει το πρόσωπο του δολοφόνου.
Ήταν ο γιος του Ο΄Μπράιαν, όχι ότι τον είχε ξαναδεί, αλλα τον κατάλαβε από τα χαρακτηριστικά του μέσα από το παραμορφωμένο πρόσωπο του.
Ειχε την χαρακτηριστική γαμψή μύτη του πατέρα του, αλλά όλο το πρόσωπο του ήταν χαρακωμένο λες και κάποιος τος είχε τραυματίσει με ξυράφια.
Μετά την γέννηση του, ο πατέρας του τον έκρυβε επιμελώς σπίτι του λέγοντας ότι θα τον παρουσιάσει όταν όλα τα συνομήλικα κορίτσια της πόλης ήταν σε ηλικία γάμου.
Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι του Ο Μπράιαν ο οποίος έχασε τη γυναίκα του μια βδομάδα μετά τη γέννα από «άγνωστη αιτία» όπως έγραψε ο γιατρός στο κίτρινο φύλλο της βεβαίωσης, και μάλιστα είχε διώξει ένα πελάτη κακήν κακώς όταν τόλμησε να τον συμβουλέψει να βγάλει τον γιό του από το δωμάτιο που τον κρατούσε.
Μετά το θάνατο της γυναίκας του το μωρό παρουσίασε σημαδια ανεμοβλογιάς στο πρόσωπο του, και ο πατέρας του συμβουλευόμενος ένα γέρο γιατρό τον έτριβε κάθε μέρα επί δέκα χρόνια με πετρέλαιο στο πρόσωπο για να φύγουν τα σημάδια.
Αυτό που κατάφερε ήταν να του ανοίξει περισσότερο τις πληγές και να τον σημαδέψει ανεπανόρθωτα.
Από τότε τον έκρυβε στο δωμάτιο και δεν τον άφηνε να βγεί έξω για να μην τον δεί κανείς.
Μόνη παρηγοριά του μικρού τα μικρά ασημένια βέλη του έφτιαχνε στο εργαστήριο του μέρα και νύχτα λιώνοντας μικρά νομίσματα.
Μία νύχτα που βγήκε κλεφτά από το σπίτι συνάντησε την Τζέσικα δίπλα από το στάβλο.
Την παρατηρούσε τα 2 τελευταία χρόνια μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου του να μπαινοβγαίνει στο παντοπωλείο και η σκέψη του δεν ξεκολλούσε από εκείνη.
Είχε τυλίξει προσεκτικά το τελευταίο του έργο τέχνης, ένα ασημένιο βέλος περίτεχνα στολισμένο για να της το προσφέρει.
Την τράβηξε απότομα μέσα στο στάβλο και της το πρόσφερε κατεβάζοντας την κουκούλα του.
Η Τζεσικα μόλις τον είδε, άρχισε να παλεύει για να ξεφύγει αλλα εκείνος την έριξε πάνω στο σανό.Εκείνη τον χαστούκισε και του είπε να την αφήσει και ότι δεν είχε δεί πιο άσχημο άνθρωπο στη ζωή της
‘Τι θέλει από μένα τέρας’ φώναξε κοιτώντας τον αποτροπιαστικά.
Το μυαλό του θόλωσε.
Έσφιξε το μικρό βέλος στα χέρια του και το κάρφωσε κατ ευθείαν στην καρδιά της.
Κοίταξε γύρω του, είδε ότι δεν το είχε αντιληφθεί κανείς και γλίστρησε ήσυχα πάλι στο σπίτι του.Στο μυαλό του είχε γυρίσει ότι καμία τους δεν θα τον αγαπούσε ποτέ και όλες θα τον έβλεπαν με λύπηση και αηδία.
Αλλά θα τους έδειχνε αυτός…….και σε αυτές και στους πατεράδες τους…
Σε ένα γύρισμα του χεριού του ο Τζό πρόλαβε και κάρφωσε το μαχαίρι του κοντά στην καρδιά του μαυροφορεμένου Σιν ο Μπράιαν.
Μια ζέστη τον πλημμύρισε και κατάλαβε ότι θα πέθαινε.
‘Σας μισώ όλους’ πρόλαβε και ψέλλισε και μετά έμεινε ακίνητος με τα μάτια ανοιχτά και μία έκφραση αδρού χαμόγελου στο στόμα.
Η επόμενη μέρα βρήκε τους λιγοστούς κατοίκους του Πλάουμαν Κρίκ να μαζεύουν τα πράγματα τους σε αναζήτηση καινούριας φλέβας και καινούριας
ζωής……

7 σχόλια:

lee είπε...

Το ψαχνες, δεν το ψαχνες, τελικά σε βρηκε! Ωραια εμπνευση ψηλέ, και ωραία γραμμένο. Που τα σκεφτηκες ολα αυτά τα ονόματα?! Μπραβο, μπράβο, πάντα τέτοια :)

Ανώνυμος είπε...

Κουμπάρε, άλε Enyo Morricone απο πίσω!

Loth είπε...

ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΑ ΠΩ ΤΙΠΟΤΑ,ΜΕ ΑΦΗΣΕΣ ΑΝΑΥΔΗ ΨΗΛΕΑ...

ΑΛΗΘΕΙΑ ΡΕ..ΠΟΥ ΤΑ ΒΡΗΚΕΣ ΤΟΣΑ ΟΝΟΜΑΤΑ..

ΑΨΟΓΟ!ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ!

Crazy Chef είπε...

Loth & lee έχω καταναλώσει άπειρα τευχη του μικρου σερίφη και του μικρού καουμπου απο τα 12 μεχρι και τα 15 μου...συνεπώς το αθλημα ειναι οικείο))

κουμπαρε το πες κι εγινε.... σωστοστ!!

it is είπε...

ψυχανώμαλο αλλά πολύ καλό ψηλέ :)
ωραίος

Crazy Chef είπε...

γι αυτο τα χουμε τα μαγαζιά, για να βγαζουμε την ψυχανωμαλία μας...

it is είπε...

έχει πήξει η κωλάρα σου ε?
εχεχεχε αγωνιστικούς χαιρετισμούς από It Is :)